- φωκέας
- φωκέᾱς , φωκεύςPhocianmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φωκέας — Φωκέᾱς , Φωκεύς Phocian masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκηρυκεύομαι — Α στέλνω κήρυκα σε κάποιον («Βοιωτοὺς δὲ καὶ Φωκέας πείσειν φασὶν ἐς δύναμιν προσκηρυκευόμενοι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κηρυκεύω «είμαι κήρυκας»] … Dictionary of Greek